Επισημάνσεις για προβληματισμό
Αφορμή για τη σύνταξη και τη δημοσίευση αυτού του κειμένου στάθηκαν η αγωνία και οι ανασφάλειες μαθητών και μαθητριών μου και, κατ’ επέκταση, όλων των μαθητών και μαθητριών που εξετάζονται σε λίγες μέρες στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας. «Κύριε, στο σχολείο μάς το είπαν έτσι, ενώ στο φροντιστήριο μας το είπαν αλλιώς. Εσείς τι λέτε γι’ αυτό;». Το ζήτημα μας αφορά όλους ως διδάσκοντες και περισσότερο αυτούς από εμάς που θα αξιολογήσουν τα γραπτά και αυτούς που θα βάλουν τα θέματα.
Εισαγωγικά, θέλω να πω ότι απεχθάνομαι, γενικά, τις συνταγές λόγου, τα κλισέ, εκτός από τους απαραίτητους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες και τους μεταγλωσσικούς όρους. Τις αντιμετωπίζω με πολλές επιφυλάξεις και με μια, καταρχήν, διάθεση να τις αμφισβητήσω και να τις απορρίψω.
Διαβάζω, ειδικά αυτές τις μέρες, οδηγίες προς τους εξεταζόμενους/-ες για το τι πρέπει να γράψουν, πώς να το γράψουν, τι πρέπει να επιδιώκουν και τι, οπωσδήποτε, να αποφεύγουν. Οδηγίες, συχνά αντιφατικές που όχι μόνο δε λύνουν το πρόβλημα, αλλά επιτείνουν τη σύγχυση.
Για παράδειγμα, γιατί στην περίληψη, πρέπει να αποφεύγεται, οπωσδήποτε, ο μακροπερίοδος λόγος ή το ασύνδετο σχήμα, αν και με αυτά τα εκφραστικά μέσα-γλωσσικές επιλογές πυκνώνεται ο λόγος, ή γιατί πρέπει να επιδιώκεται οπωσδήποτε η ονοματοποίηση και να αποφεύγεται ο ρηματικός λόγος ή να μη χρησιμοποιούνται λέξεις του αρχικού κειμένου κ.ά. Πρέπει! Οπωσδήποτε! Ανελαστικά! Όχι κατά προτίμηση ή ενδείκνυται…
Ή γιατί το γ’ ρηματικό πρόσωπο, όπου και όπως κι αν χρησιμοποιείται, ανεξάρτητα από τον χρόνο και την έγκλιση, εκφράζει αντικειμενικότητα στην έκφραση του μηνύματος/πληροφορίας; Ένα παράδειγμα: «Πέτυχα στις εξετάσεις.» και «Μακάρι να πετύχει στις εξετάσεις». Σε ποια από τις δύο προτάσεις το μήνυμα εκφράζεται με περισσότερη αντικειμενικότητα; Με το «Πέτυχα» σε α΄ ενικό πρόσωπο, αλλά σε οριστική και αόριστο ή με το «να πετύχει» σε γ΄ ρηματικό πρόσωπο και σε υποτακτική έγκλιση;
Ή γιατί στον πλάγιο λόγο το ύφος γίνεται αντικειμενικό, κι ας είναι εξαρχής ο πλάγιος λόγος σχόλιο, αφού κάποιος άλλος, με τις αλλαγές που αυτός κάνει, μεταφέρει τα λόγια του αρχικού ομιλητή; Τότε γιατί διδάσκουμε στα αρχαία ότι για να αναγνωρίσουμε το είδος ενός υποθετικού λόγου που είναι σε πλάγιο λόγο, πρέπει να τον μετατρέπουμε σε ευθύ; Γιατί άλλο φαίνεται και άλλο είναι!
Ή γιατί για τη σύνταξη ενός άρθρου πρέπει απαρέγκλιτα να τηρούνται τα χαρακτηριστικά του, όταν από επαγγελματίες έγκριτους αρθρογράφους τα χαρακτηριστικά αυτά, π.χ. επικαιρικότητα με τη στενή έννοια, τηρούνται με κάποια σχετικότητα; Επ’ αυτού δίνονται οδηγίες και από κάποιους/-ες του ΙΕΠ, οι οποίοι υποδεικνύουν και πώς πρέπει να γράφεται ο τίτλος! Τέτοιο μανιπουλάρισμα! Κάποιος/-α άλλος/-η χαρακτηρίζει επίκληση στην αυθεντία τα λόγια κάποιου που δε συμφωνούν με όσα πιστεύει και υποστηρίζει (και επομένως δεν τα συμμερίζεται) ο συγγραφέας του κειμένου. Κάποιος/-α άλλος/-η ονομάζει τη Μάρω Βαμβουνάκη «κειμενογράφο» (sic)!
Ο κατάλογος παρόμοιων επισημάνσεων είναι μακρύς. Θα περιοριστώ, ωστόσο, μόνο σε αυτές. Προς το παρόν. Χαίρομαι που το μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας πήρε καθαρά φιλολογικό προσανατολισμό και έγινε ζήτημα φιλολογίας και φιλολόγων. Θα προσθέσω, όμως, ότι αν θέλουμε να επιβραβεύεται η κριτική σκέψη, η δημιουργική φαντασία και η πρωτοτυπία στον λόγο, πρέπει εμείς να απαλλαγούμε πρώτα από συνταγές, κλισέ και στερεότυπα, κυρίως «δασκαλίστικα». Να έχουμε υπόψη μας τα λόγια του Ελύτη πως η εφηβική σκέψη και έκφραση είναι «περισσότερο μια πρόγευση της βαθύτερης αλήθειας, που κουβαλάει μέσα της η νεότητα χωρίς να το γνωρίζει, παρά μια σκέτη αυθαιρεσία».
Σπυρίδων Κ. Κούτρας
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου