ΟΙ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

 

ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

 

Θεωρία

 

Πώς λειτουργούν οι ερωτήσεις στον λόγο

 

• Οι ερωτήσεις που διατυπώνονται στην αρχή του κειμένου:

α. Εκφράζουν απορία.

β. Προβληματίζουν τον αναγνώστη και τον κάνουν κοινωνό του προβληματισμού

που αναπτύσσει ο συγγραφέας.

γ. Προσελκύουν το ενδιαφέρον και την προσοχή του.

δ. Κινητοποιούν τη σκέψη του.

ε. Εισάγουν κατευθείαν στο θέμα, αν είναι εύστοχες.

στ. Δίνουν αμεσότητα και ζωντάνια στον λόγο, καθώς δίνεται η αίσθηση διαλόγου (ερώτηση – απάντηση). Συνομιλιακό ύφος.

ζ. Διευκολύνουν τον συγγραφέα να επικοινωνήσει καλύτερα με τον αναγνώστη.

 

• Οι ερωτήσεις που διατυπώνονται μέσα στο κείμενο:

α. Λειτουργούν συνήθως συνεκτικά, συνδέουν δηλαδή ενότητες/μέρη τουκειμέ- νου.

β. Εισάγουν στο θέμα μιας νέας ενότητας.

γ. Δίνουν αμεσότητα στον λόγο, σπάζουν τη μονοτονία, προσδίδουν σε αυτόν ποικιλία, κάνουν το ύφος του ζωηρό και διευκολύνουν τον συγγραφέα να επικοινωνήσει καλύτερα με τον αναγνώστη.

 

• Οι ερωτήσεις που διατυπώνονται στο τέλος του κειμένου:

Είναι, συνήθως, ρητορικά ερωτήματα. Τα ρητορικά ερωτήματα ισοδυναμούν με ισχυρή κατάφαση ή με ισχυρή άρνηση και, από την άποψη αυτή, δίνουν έμφαση στην άποψη του συγγραφέα, που συνάγεται από όσα προηγουμένως έχει αναπτύξει. Επίσης, η απάντηση – είτε είναι καταφατική είτε είναι αποφατική (αρνητική) – που εκμαιεύεται με τα ερωτήματα αυτά είναι αποφαντική (άλλο αποφατική και άλλο αποφαντική) πρόταση που προκύπτει ως λογικό συμπέρασμα από όσα προηγουμένως έχουν αναπτυχθεί και λειτουργεί ως αλήθεια. Γι’ αυτόν τον λόγο τα ρητορικά ερωτήματα έχουν και αποδεικτική αξία (επίκληση στη λογική και στο συναίσθημα).

 

Η θεωρία περιέχεται στο βιβλίο των Σπυρίδωνος Κ. Κούτρα και Υπαπαντής Η. Ζουρούδη, Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία, Γράψ’ το έτσι!, εκδ. «Σαββάλας, 2022.

 

 

Κείμενο

 

Για να γίνουν περισσότερο κατανοητά τα παραπάνω, αρκεί να παρατηρήσουμε τον εαυτό μας. Πόσες φορές δεν έχουμε αγοράσει προϊόντα που δεν τα χρειαζόμαστε; Μια ολόκληρη βιομηχανία που χρησιμοποιεί αστέρες κινηματογράφου, μοντέλα, εικόνες ευτυχισμένων χαρούμενων ανθρώπων, μας κάνουν να επιθυμούμε το προϊόν. Δεν έχει σημασία αν το χρειαζόμαστε το προϊόν, σημασία έχει να το επιθυμούμε και μάλιστα να το επιθυμούμε πριν καν χαλάσει εκείνο το προϊόν που ήδη έχουμε. Γιατί; Διότι μέσα μας έχει εδραιωθεί η ψευδαίσθηση ότι το προϊόν μάς προσφέρει ασφάλεια και σιγουριά.

Στις μέρες μας η ευρεία διάδοση των κινητών και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ευνοούν τη χειραγώγηση της μάζας. Πόσες φορές δεν έχουν αναρτηθεί ειδήσεις που συχνά αγγίζουν τα όρια της γελοιότητας; Και όμως, αναπαράγονται, διαδίδονται με πολύ μεγάλη ευκολία και συχνά θεωρούνται αληθινές. Ειδικά σήμερα είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς το πραγματικό από το ψεύτικο, το ουσιαστικό από το ανόητο. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες και μην έχοντας ανεπτυγμένη κριτική σκέψη, εύκολα ασπαζόμαστε ιδέες, απόψεις, αντιλήψεις και εύκολα χειραγωγούμαστε.

 

Νίκος Τάχατος, https://www.eleftheria.gr, 09.04.2019.

 

 

Θέμα

 

Ποια είναι τα είδη των ερωτημάτων στο παραπάνω κείμενο (μονάδες 4) και ποια η λειτουργία τους στο κείμενο (μονάδες 6); Πιστεύετε ότι θα άλλαζε το ύφος του λόγου, αν στη θέση του πρώτου και του τρίτου ερωτήματος υπήρχαν προτάσεις κρίσεως και γιατί; (μονάδες 5)

 

Μονάδες 15

 

Απάντηση

 

Στο κείμενο υπάρχουν δύο είδη ερωτημάτων: ρητορικά και απλή ευθεία ερώτηση. Τα δύο ρητορικά ερωτήματα «Πόσες φορές δεν έχουμε αγοράσει προϊόντα που δεν τα χρειαζόμαστε;» και «Πόσες φορές δεν έχουν αναρτηθεί ειδήσεις που συχνά αγγίζουν τα όρια της γελοιότητας;» ισοδυναμούν με ισχυρή κατάφαση: Πολλές φορές έχουμε αγοράσει… και πολλές έχουν αναρτηθεί. Η αυτονόητα καταφατική τους απάντηση είναι αποφαντική πρόταση (πρόταση κρίσεως) που εκφράζει ως διαπιστωμένο γεγονός μια αλήθεια. Έτσι, ο αρθρογράφος τεκμηριώνει εμφατικά όσα υποστηρίζει για την καταναλωτική συμπεριφορά των ανθρώπων και τη χειραγώγηση της μάζας. Παράλληλα, με τα ερωτήματα αυτά με τρόπο ευθύ, άμεσο και συνομιλιακό κεντρίζει την προσοχή και το ενδιαφέρον του αναγνώστη, τον προβληματίζει και του προκαλεί δυσάρεστα συναισθήματα για τα φαινόμενα στα οποία αναφέρεται. Έτσι, επικοινωνεί καλύτερα μαζί του και τον ευαισθητοποιεί. Η απλή ευθεία ερώτηση «Γιατί;» διατυπώνεται από τον αρθρογράφο, για να εξηγήσει στη συνέχεια με την απάντησή της την άσκοπη αγορά προϊόντων: «Διότι μέσα μας … και σιγουριά.». Έχει, επομένως, μεταβατικό δομικό ρόλο και λειτουργία. Ταυτόχρονα, ο αρθρογράφος με τη χρήση της προσδίδει στον λόγο του ζωντάνια, αμεσότητα, ύφος διαλόγου και υφολογική ποικιλία.

Αν στη θέση των ερωτημάτων αυτών υπήρχαν προτάσεις κρίσεως, το ύφος θα ήταν διαφορετικό. Τα νοήματα θα δίνονταν ως κάτι δεδομένο, ως διαπιστωμένο και βέβαιο γεγονός, ως πληροφορία. Επίσης, θα χανόταν η άμεση πνευματική αντίδραση, το ενδιαφέρον και η συμμετοχή του αναγνώστη, που επιτυγχάνεται με τα ερωτήματα. Έτσι, το ύφος του λόγου θα έχανε τη ζωηρότητά του και θα γινόταν τυπικό.

 

 

ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

 

Θεωρία

 

Οι ερωτηματικές προτάσεις

 

Οι ερωτηματικές προτάσεις δηλώνουν γενικά απορία, αλλά, όταν η ερώτηση είναι ρητορική, ισοδυναμεί με έντονη κατάφαση ή έντονη άρνηση. Για παράδειγμα: Πώς να συνεργαστώ με ισχυρογνώμονες και ανυποχώρητους ανθρώπους; Η ρητορική ερώτηση ισοδυναμεί με έντονη άρνηση: Είναι αδύνατον να συνεργαστώ...

Πολλές φορές οι ερωτήσεις είναι αναπάντητες, αλλά δεν είναι ρητορικές και χρησιμοποιούνται για να θέσουν με έμφαση ένα θέμα, να σπάσουν τη μονοτονία της αφήγησης, να προκαλέσουν την προσοχή και το ενδιαφέρον του αναγνώστη και έτσι να δοθεί έμφαση σε αυτό το σημείο του λόγου.

Γενικά, οι ερωτήσεις ζωντανεύουν τον λόγο, γιατί αποτελούν ηχητική εικόνα, η οποία αποδίδει τη διακύμανση της φωνής με την οποία διατυπώνεται η ερώτηση στον προφορικό λόγο. Με τις ερωτήσεις διεγείρεται η προσοχή του αναγνώστη και κινητοποιείται η σκέψη του για να απαντήσει στο όποιο ερώτημα τίθεται, με αποτέλεσμα να κατανοεί καλύτερα την αφήγηση και ο πομπός να επικοινωνεί καλύτερα με τον δέκτη.

 

 

Κείμενο

 

[Η Αστραδενή στο σχολείο]

 

Το ακόλουθο κείμενο είναι απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Αστραδενή» της Ευγενίας Φακίνου (εκδ. Κέδρος, 1982). Κεντρικό στοιχείο της πλοκής είναι η ζωή στην Αθήνα ενός μικρού κοριτσιού – μαθήτριας του δημοτικού – που μεταναστεύει από τη Σύμη.

 

Σήμερα στο σχολείο πολύ πικράθηκα. Και την περίμενα πώς και πώς αυτή τη μέρα. Γιατί σήμερα θα μας έδινε διορθωμένες τις εκθέσεις μας. Η δεσποινίς, λοιπόν, αφού μπήκαμε μέσα, μοίρασε ολωνών τα τετράδια. Μόνο σε μένα δεν το ’δωσε.

«Έχω», λέει η δεσποινίς, «εδώ τρεις διαφορετικές εκθέσεις που θέλω να τις ακούσει όλη η τάξη. Η μία είναι της Χατζηπέτρου, η άλλη του Σακίνου και η τρίτη της Πετροπούλου».

Πρώτα, λοιπόν, η δεσποινίς μάς διάβασε του Σακίνου. Αυτός είναι ο αταξιάρης ο Γιώργος, ο ξάδελφος του Κυριάκου. Είχε γράψει πέντε σειρές όλες όλες.

Έλεγε:

«Σήμερα πήγαμε στο Μουσείο. Είχε μέσα κάτι αρχαία πράγματα. Εμένα μ’ αρέσουν τα διαστημόπλοια και οι πύραυλοι. Αλλά ακόμα δεν έχουν φτιάξει μουσείο για πυραύλους. Όταν θα φτιάξουν, θα πηγαίνω με τις ώρες».

«Λοιπόν», του είπε η δεσποινίς, όταν τέλειωσε το διάβασμα, «ως πότε θα μας κάνεις τον έξυπνο; Είναι ελληνικά αυτά; Είναι καν έκθεση αυτή; Πες στη μητέρα σου να ’ρθει που τη θέλω.

»Θα σας διαβάσω τώρα την έκθεση της Χατζηπέτρου», μας είπε.

(Τρέμουν τα χέρια μου από την αγωνία... Παγώνουν τα δάχτυλά μου...)

«Είναι η πρώτη φορά που πήγα σε τόσο μεγάλο μουσείο. Είχε ωραία παλιά πράγματα μέσα.

Είχε κολιέ και βραχιόλια που φορούσαν οι αρχαίες κυρίες, είχε και όπλα και μάσκες που φορούσαν οι αρχαίοι πολεμιστές. Αγάλματα και τεράστια βάζα που τα λένε αμφορείς.

»Δυο πράγματα θα θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή από το μεγάλο μουσείο της Αθήνας. Το παιδί πάνω στο άλογο και τον Αριστόδικο. Δεν μπορώ να πω ποιο απ’ τα δυο μου έκανε πιο πολλή εντύπωση.

»Το παιδί πάνω στ’ άλογο νόμιζες ότι θα έδινε μια στ’ άλογό του κι αυτό θα σαλτάριζε μακριά απ’ τα κάγκελα και τα μουσεία. Κι ότι ελεύθερο θα έτρεχε σ’ όλη την Ελλάδα. Θα ανέβαινε βουνά, θα κατέβαινε πεδιάδες, θα πήδαγε ποταμάκια κι όλο θα έτρεχε, χωρίς να σταματήσει ποτέ.

»Νομίζω ότι το παιδί και το άλογο είναι οι πιο φυλακισμένοι άνθρωποι που έχω δει στη ζωή μου...

»Κι ο πιο αδικημένος, ο Αριστόδικος.

»Κανένας δεν τον κοιτάει, κανείς δεν του δίνει σημασία. Όλοι τον προσπερνάνε, για να σταθούν πέντε μέτρα πιο κει, στο άγαλμα του Δία ή του Ποσειδώνα. Όλοι βλέπουν το τεράστιο άγαλμα και κανείς, μα κανείς δε βλέπει τον Αριστόδικο. Ούτε κι εγώ ήξερα ότι τον λέγαν έτσι. Μου έκανε όμως εντύπωση που το στήθος και το πρόσωπό του ήτανε όλο γρατζουνιές και χαρακιές. Διάβασα τότε το χαρτάκι που έλεγε ότι βρέθηκε πριν σαράντα χρόνια στα Μεσόγεια της Αττικής κι ότι οι χαρακιές στο στήθος και στο πρόσωπο είχανε γίνει από το αλέτρι του γεωργού.

»Γι’ αυτό λέω ότι τον αδικήσαμε. Τον αδίκησαν αυτοί που τον βάλανε δίπλα σ’ αυτόν τον υπέροχο Δία. Αλλά τον αδικήσαμε κι εμείς που δεν του ρίξαμε ούτε ένα βλέμμα. Γι’ αυτό του αφιερώνω αυτή την έκθεση».

«Είσαι ένα υπερφίαλο1 πλάσμα, Χατζηπέτρου», είπε η δεσποινίς. «Ποιος σου δίνει, νομίζεις, το δικαίωμα να λυπάσαι ένα έργο τέχνης; Άσε τις παιδαριώδεις φλυαρίες για το προηγούμενο άγαλμα του παιδιού και του αλόγου... Δεν ξεύρω τι είδους εκθέσεις γράφατε στο νησί σου, αλλά καιρός είναι να μάθεις να γράφεις πραγματικές εκθέσεις».

 

1. υπερφίαλο: αλαζονικό

 

 

Θέμα

 

«“Λοιπόν”, του είπε η δεσποινίς, όταν τέλειωσε το διάβασμα, “ως πότε θα μας κάνεις τον έξυπνο; Είναι ελληνικά αυτά; Είναι καν έκθεση αυτή; Πες στη μητέρα σου να ’ρθει που τη θέλω”»: Πώς νομίζεις ότι συμβάλλουν στο νόημα και στο ύφος του Κειμένου ο ευθύς λόγος και οι διαδοχικές ερωτήσεις που περιέχει;

 

Μονάδες 10

 

 

Απάντηση

 

Ο ευθύς λόγος προσδίδει στην αφήγηση αμεσότητα και ζωντάνια, καθώς αποτελεί ηχητική εικόνα με την οποία μεταδίδεται αμέσως στον αναγνώστη αυτούσιος ο λόγος του ήρωα, χωρίς την παρέμβαση άλλου αφηγητή. Ο αναγνώστης είναι σε άμεση επαφή με το ύφος του λόγου και τον τόνο της φωνής αυτού που μιλάει και είναι ευκολότερο να κατανοήσει τη διάθεση, τα συναισθήματα, τη στάση και τη σκέψη του. Εδώ ο αναγνώστης κατανοεί το αυστηρό ύφος, τον ειρωνικό τόνο («ως πότε θα μας κάνεις τον έξυπνο;») και την απειλητική διάθεση της δασκάλας («Πες στη μητέρα σου να ’ρθει που τη θέλω»). Έτσι, κατανοεί το αυστηρό της ήθος και συμμερίζεται τη δύσκολη θέση του μαθητή.

Οι διαδοχικές ερωτήσεις «ως πότε θα μας κάνεις τον έξυπνο; Είναι ελληνικά αυτά; Είναι καν έκθεση αυτή;» δίνουν γρήγορο ρυθμό στον λόγο και αποτυπώνουν τον εκνευρισμό και την οργή της δασκάλας για την «κακή» έκθεση του μαθητή. Οι ερωτήσεις προσελκύουν το ενδιαφέρον και την προσοχή, κινητοποιούν τη σκέψη και θέτουν με έμφαση τη δυσαρέσκεια και την οργή της δασκάλας για τη συμπεριφορά («ως πότε θα μας κάνεις τον έξυπνο;») και την επίδοση του μαθητή («Είναι καν έκθεση αυτή;»). Με τις δύο ρητορικές, μάλιστα, που ισοδυναμούν με έντονη άρνηση, η δασκάλα καυτηριάζει τη συμπεριφορά και την επίδοση του μαθητή και εκφράζει τη συνολική αποδοκιμασία της. Έντονη εντύπωση δημιουργεί το ειρωνικό ύφος της πρώτης ερώτησης που επιτρέπει στον αναγνώστη να διακρίνει την αντιπαιδαγωγική συμπεριφορά της δασκάλας και την έλλειψη αγάπης και κατανόησης προς τους μαθητές της. Έτσι, ο ευθύς λόγος και οι διαδοχικές ερωτήσεις αποκαλύπτουν το αυστηρό ήθος και την απαράδεκτη συμπεριφορά της δασκάλας και βοηθούν τον αναγνώστη να βιώσει την αφήγηση.

 

Το λογοτεχνικό κείμενο, το θέμα και η απάντηση υπάρχουν στο βιβλίο των Σπυρίδωνος Κ. Κούτρα και της Υπαπαντής Η. Ζουρούδη, Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία, Τράπεζα Θεμάτων Β΄ Λυκείου, εκδόσεις «Σαββάλας», 2022.

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Πρόθεση του συγγραφέα και τρόπος ανάπτυξης μιας παραγράφου

Κριτήριο αξιολόγησης: Τεχνολογία και εργασία